Διαφημιση

header

ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΫΠΗΡΞΑΝ ΩΣ ΒΟΥΔΙΣΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ

Ένας ψυχολόγος διερευνά τις περιπτώσεις παιδιών που θυμούνται ότι στην προηγούμενη ζωή τους ήταν βουδιστές μοναχοί.

Ο ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ Έρλεντουρ Χάραλντσον (Erlendur Haraldsson), ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας στο Ρέικιαβικ, έχει εξετάσει πολλές περιπτώσεις παιδιών που θυμούνται τις προηγούμενες ζωές τους. Πολλές από αυτές τις περιπτώσεις αφορούν παιδιά που διατηρούν ζωντανές μνήμες από την εποχή που ζούσαν ως βουδιστές μοναχοί.

Αυτό που κάνει την έρευνα του καθηγητή Χάραλντσον αξιοσημείωτη, είναι το γεγονός ότι κατέγραψε αυτές τις μνήμες σε πρώτο χρόνο, πριν δηλαδή το άτομο προλάβει να τις επεξεργαστεί και να τις αλλοιώσει.

Όπως συμβαίνει με όλα τα πνευματικά ζητήματα που είναι δύσκολο να γίνουν δεκτά όταν έρχονται σε αντιπαράθεση με τον υλικό κόσμο μας, έτσι και η μετενσάρκωση είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα.

Ωστόσο, η δοξασία αυτή ήταν αποδεκτή από τους αρχαίους λαούς, με πρώτο διδάξαντα τον Πυθαγόρα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε προϋπάρξει ως Εύφορβος κι είχε τραυματιστεί θανάσιμα από τον Μενέλαο κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Μάλιστα είχε αναγνωρίσει την ασπίδα του, η οποία, μαζί με άλλα λάφυρα, ήταν κρεμασμένη στο ναό του Απόλλωνα στα Δίδυμα της Μ. Ασίας.

Μάλιστα λέγεται ότι ο Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, ήταν αφιερωμένος στη δοξασία της μετενσάρκωσης, σύμφωνα με την οποία η ψυχή (ή Εγώ) προσλαμβάνει περιοδικά σάρκα, εμψυχώνοντας ένα νέο σώμα.

Σε ένα τόσο αμφιλεγόμενο θέμα, οι αποδείξεις παίζουν σημαντικό ρόλο. Ο ερευνητής πρέπει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς, ώστε να αποκλείσει το ενδεχόμενο η ανάμνηση να προέρχεται από την υπερδραστήρια φαντασία του παιδιού.

Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Ντουμίντα Μπάνταρα Ρατναγιάκε (Duminda Bandara Ratnayake), που μαζί με άλλες περιέχεται σε μια εργασία του δρα Χάραλντσον και του Γκόντγουιν Σαμάραντνε με τίτλο “Children Who Speak of Memories of a Previous Life as a Buddhist Monk” που δημοσιεύτηκε το 1999 στην επιθεώρηση της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών.

Όταν ήταν τριών ετών, το αγοράκι άρχισε να μιλάει για την προηγούμενη ζωή του ως μοναχός στο μοναστήρι Asgiriya στην πόλη Κάντυ, εκφράζοντας συχνά την επιθυμία του να επισκεφθεί το ναό.
Το Asgiriya είναι ένα από τα πιο ονομαστά μοναστήρια της Σρι Λάνκα και οι μοναχοί του έχουν μαζί με αυτούς της μονής Malvatta το προνόμιο να φυλάττουν το Ναό του Ιερού Δοντιού – τον πιο φημισμένο τόπο προσκυνήματος για τους πιστούς του Θεραβάντα Βουδισμού.

Μέσα στο ναό, ο οποίος αποτελεί μέρος του συγκροτήματος των ανακτόρων του πρώην Βασιλείου του Κάντυ, σώζεται ένα δόντι του Βούδα, το οποίο από τους αρχαίους χρόνους έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην τοπική πολιτική, γιατί πιστεύεται ότι όποιος κατέχει το λείψανο κατέχει και τη διακυβέρνηση της χώρας. Το Κάντυ ήταν η τελευταία πρωτεύουσα των βασιλέων της Σρι Λάνκα και το ότι αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO οφείλεται κυρίως στο ναό.

Οι μοναχοί από τις μονές Malvatta και Asgiriya εκτελούν καθημερινά τρεις λειτουργίες στο εσωτερικό του ναού: την αυγή, το μεσημέρι και το βράδυ. Κάθε Τετάρτη το ιερό λείψανο βαπτίζεται συμβολικά σε μια κολυμπήθρα η οποία περιέχει ένα φυτικό σκεύασμα από αρωματισμένο νερό και αρωματικά λουλούδια, που ονομάζεται Nanumura Mangallaya. Αυτό το αγίασμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει θεραπευτικές δυνάμεις, μοιράζεται στους παρευρισκόμενους πιστούς.

Οι αποδείξεις
Ο Ντουμίντα γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1984 από Σιναλέζους γονείς, σε μια ορεινή αγροτική περιοχή που βρίσκεται 25 χλμ. από το Κάντυ. Οι Σιναλέζοι, που αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων της Σρι Λάνκα, είναι κατά κύριο λόγο βουδιστές και για πολλά χρόνια βρίσκονταν σε πόλεμο με τους αντάρτες Ταμίλ που είναι ινδουιστές.
Μόλις έγινε τριών ετών, ο Ντουμίντα άρχισε να απαγγέλει στροφές από ιερά κείμενα που γνώριζαν μόνο οι Σιναλέζοι μοναχοί. Μιλούσε για την περασμένη ζωή του ως μοναχός, ενώ δεν επέτρεπε στη μητέρα του να τον αγγίζει. (Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να αγγίζουν τα χέρια ενός Βουδιστή μοναχού).
Ο καθηγητής Χάραλντσον, που τον επισκέφθηκε το 1988, κατέγραψε σε πρώτο χρόνο τους ισχυρισμούς του μικρού Ντουμίντα:
Ήταν ανώτερος μοναχός (nayake-hamduruvo, loku- hamduruvo, lokusadhu) στο μοναστήρι Asgiriya.
Ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος και λιποθύμησε. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και πέθανε. (Ο μικρός χρησιμοποίησε τη λέξη apawathwuna, που χρησιμοποιείται μόνο για δηλώσει το θάνατο ενός μοναχού).


  • Ήταν ιδιοκτήτης ενός κόκκινου αυτοκινήτου.
  • Είχε διδάξει μαθητευόμενους μοναχούς.
  • Είχε έναν ελέφαντα.
  • Είχε φίλους στη μονή Malvatta τους οποίους επισκεπτόταν συχνά.
  • Είχε μια τσάντα με χρήματα, η οποία εξαφανίστηκε μετά το θάνατό του και τη ζητούσε πίσω.
  • Είχε ένα ραδιόφωνο που το ήθελε πίσω.

Όπως είναι φυσικό, ορισμένοι από τους ισχυρισμούς του μικρού Ντουμίντα έφεραν σε δύσκολη θέση την τοπική κοινωνία, καθώς η κατοχή αυτοκινήτου, χρημάτων και ραδιοφώνου δεν θωρείται ότι συνάδει με τη ζωή ενός μοναχού.

Ερευνώντας την υπόθεση, ο καθηγητής Χάραλντσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ντουμίντα ήταν μετενσάρκωση του Σεβασμιότατου Mahanayaka Gunnepana, ενός ανώτερου μοναχού που είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή.

Για τον Χάραλντσον η πιο πειστική –και ανεξήγητη– απόδειξη ήταν ότι ο μικρός γνώριζε από στήθους όλους τους ύμνους των Σιναλέζων Βουδιστών στην αρχαία γλώσσα που μαθαίνουν και χρησιμοποιούν οι μοναχοί ύστερα από πολλά χρόνια. Ήταν αδύνατο να είχαν διδάξει τους ύμνους στο παιδί οι αγρότες γονείς του.

Το Οκτώβριο του 1987, και έπειτα από πολλές πιέσεις, η οικογένεια επισκέφθηκε το μοναστήρι Asgiriya. Η πλέον απρόθυμη ήταν η μητέρα του Ντουμίντα, επειδή φοβόταν πως μόλις πήγαινε εκεί ο μικρός, θα ζητούσε να γίνει μοναχός.

Το Νοέμβριο του 1989, ο Χάραλντσον επισκέφθηκε ξανά την οικογένεια. Ο Ντουμίντα ήταν πλέον πέντε ετών και τεσσάρων μηνών. Όταν ο Χάραλντσον ζήτησε από την οικογένεια να του πουν αν είχε συμβεί κάτι νεώτερο, εκείνοι είπαν πως το μόνο που είχε συμβεί ήταν ότι ο Ντουμίντα στενοχωρήθηκε μια μέρα, όταν άκουσε από το ραδιόφωνο ότι είχε πεθάνει ένας ανώτερος μοναχός (mahanayaka) στο μοναστήρι Malvatta. «Ήταν φίλος μου» είχε πει ο μικρός.

Κατά τα άλλα δεν είχε αλλάξει τίποτε στη συμπεριφορά του μικρού, εκτός του ότι συνήθιζε να φορά την ρόμπα του μοναχού όταν έπαιζε με τους φίλους του, ενώ στη μητέρα του είχε πει να τον αποκαλεί podi sadhu, μικρό μοναχό, και όχι «γιο της».

Από τον Αντώνη Κυριαζή
YouMagazine

Post a Comment