Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα καταπράσινο δάσος, γεννήθηκε ο πιο μίζερος δράκος. Ούτε κι ο ίδιος καταλάβαινε γιατί στ’ αλήθεια υπήρξε τόσο απεχθής, για ποιον ακριβώς λόγο τα υπόλοιπα ζώα τον κοιτούσαν με μια σχετική απαξίωση.
Εάν βέβαια ταξίδευε πίσω στον χρόνο θα θυμόταν τους τρυφερούς γονείς του να παρατηρούν κάθε του κίνηση, να ψαχουλεύουν ψεγάδια στα παρθενικά του βήματα και στους δειλούς του φθόγγους.
Όταν ο ήρωάς μας αντίκρισε για πρώτη φορά την αφεντιά του στον καθρέφτη, δεν πρόλαβε να εξάγει και σπουδαία συμπεράσματα. Για την ακρίβεια το είδωλό του του φάνηκε σχεδόν συμπαθητικό αλλά η φωνή της μαμάς δράκαινας –που ατυχώς αργότερα ταυτίστηκε με τη φωνή του υποσυνειδήτου του- τον επανέφερε ευθύς αμέσως στη σκληρή πραγματικότητα.
Η κορμοστασιά του απείχε πολύ από το ορθό, η οδοντοστοιχία του επ’ ουδενί θα χαρακτηριζόταν τέλεια και το χαμόγελό του φάνταζε τουλαχιστον αδέξιο. Ο μικρός δράκος τόλμησε τότε να προβάλλει τις αντιρρήσεις του αφού πράγματι πίστευε πως τα δόντια του κουβαλούσαν την ιδιαίτερη γοητεία τους. Εξάλλου, η καμπούρα του θα διορθωνόταν σταδιακά και το χαμόγελο σκορπά πάντα μια ομορφιά στο σύμπαν ανεξαρτήτα από το πόσο άχαρα σχηματίζεται στα χείλη.
Η μητέρα όμως επέμενε. Με τον καιρό μάλιστα οδηγήθηκε και σ’ ένα σωρό άλλες διαπιστώσεις για το τέκνο της. Υπογράμμισε την ατσούμπαλη φύση του, την αδιανόητη τεμπελιά του, την εξοργιστική τάση του να παριστάνει τον συνήγορο των αδυνάτων.
Ο πατέρας δράκος τίποτε άλλο δεν έκανε από το να σιγοντάρει, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, τις ετυμηγορίες της αξιότιμης συζύγου του. Βλέπετε, είχε γεννηθεί δειλός κι ούτε που διανοείτο ν’αντιταχθεί στην αρχηγό της μικρής του αγέλης.
Εξάλλου – σκεφτείτε το – αν γινόμαστε παθητικοί δέκτες επίμονων χαρακτηρισμών, σταδιακά τους ασπαζόμαστε κιόλας, αντικρίζουμε την πραγματικότητα με τους διαστρεβλωμένους φακούς των πεποιθήσεων που με την ανοχή μας υφαίνονται.
Κι ο μικρός δράκος μεγάλωνε μ’ ένα τεράστιο βάρος στις πλάτες του, με την ενοχή πως δεν πληρούσε τις ιδανικές προδιαγραφές κατασκευής. Απέφευγε τη στενή συναναστροφή με τα υπόλοιπα ζώα. Στο βάθος υποψιαζόταν πως η μαμά δράκαινα είχε δίκιο, πως μόλις ο στραβός του χαρακτήρας έβγαινε στην επιφάνεια, το πλήθος θα διασκορπιζόταν άτακτα στα διάφορα σημεία του ορίζοντα.
Τα χρόνια κυλούσαν κι ο φόβος κρατούσε την πιο πιστή συντροφιά στον ήρωά μας. Περπατούσε πάντα σκυφτός γυρεύοντας στο έδαφος τις χαμένες του ρίζες κι αποφεύγοντας τα τυχόν αποδοκιμαστικά βλέμματα των γύρω του.
Ένα βράδυ η κοφτή ανάσα δοκίμαζε τις αντοχές του. Περιπλανιόταν για πολλή ώρα στο καταπράσινο δάσος των γκρίζων του αναμνήσεων. Η αίσθηση πως δεν άνηκε πουθενά θέριευε ξανά μέσα του κι ήταν μια αίσθηση τόσο γνώριμη όσο και αβάσταχτη.
Άξαφνα μπροστά του εμφανίστηκε – σχεδόν από το πουθενά – ένα μαύρο πρόβατο. Το χρώμα του υπήρξε ασυνήθιστο μα εκείνο παραδόξως έμοιαζε εξαιρετικά περήφανο για τη μοναδικότητά του. Χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι του δράκου και του είπε:
«Μη νιώθεις ντροπή για τη διαφορετική σου φύση. Δε φταις εσύ που δεν αγαπήθηκες με τον τρόπο που λαχταρούσες. Βλέπεις, το οικογενειακό δέντρο κρύβει τις δικές του σκιές. Καταχωνιάζονται όλες σ’ ένα μαύρο μπαούλο και χάνονται στα βάθη του παρελθόντος.
Ωστόσο, ουδέποτε εξαφανίζονται. Ζουν στις χαρακιές της ψυχής, σε αυτές που ασυναίσθητα μεταφέρονται στους απογόνους. Μια σιωπηλή συμφωνία νοσηρότητας λοιπόν. Θα ξεφορτωθώ πάνω σου τις δυσλειτουργίες μου κι έτσι δεν θα χρειαστεί να τις αντιμετωπίσω. Μα για κάθε ξεχωριστή καρδιά που ασφυκτιά στο ψέμα, ένα ακόμη μαύρο μπαούλο αντικρίζει τον ήλιο. Για κάθε σκιά που ανασύρεται στο φως, μια κατάρα σπάει και μια νέα γενιά διεκδικεί το δικαίωμά της στην ελευθερία».
Το μαύρο πρόβατο σιώπησε για λίγο. Ύστερα κοίταξε επίμονα τον δράκο. «Είσαι έτοιμος ν’ ανοίξεις το μπαούλο;», τον ρώτησε με μια κάποια συγκίνηση.
Ο ήρωας μας ήξερε πως πια δεν μπορούσε να λογαριάζει γυρισμό, πως τα δάκρυα, η απόγνωση και τα στραβοπατήματα τον είχαν οδηγήσει ακριβώς στο σημείο που τώρα στεκόταν. Άρπαξε το οικογενειακό κειμήλιο μ’ ένα θάρρος που ξάφνιασε και την αφεντιά του ακόμη.
Σύντομα, κράτησε στα χέρια του ένα σκονισμένο βιβλίο. Από τις σελίδες του ξεπήδησε ο θρύλος των τρομαχτικών δράκων. Και τότε κατάλαβε. Οι πρόγονο;i του βαθιά μέσα τους ντρέπονταν φριχτά για τη σκοτεινή καταγωγή τους. Ντρέπονταν τόσο που αναζητούσαν απεγνωσμένα τους κατάλληλους κρίκους στην οικογενειακή τους αλυσίδα, προκειμένου να προβάλλουν πάνω τους όσα συμπλέγματα κατωτερότητας βασάνιζαν φριχτά τους ίδιους.
Ο δράκος έγινε φίλος με το πρόβατο κι έφυγε μαζί του σ’ ένα άλλο, μακρινό, δάσος. Αμφισβήτησε το παρελθόν του και κέρδισε το παρόν του. Συμφιλιώθηκε με το αδέξιό του χαμόγελο και ξεδίψασε στην πηγή της ανοθευτης χαράς.
Πλέον ξέρει καλά πως το σύμπαν μας χρειάζεται τα μαύρα πρόβατα, τους δράκους των παραμυθιών, τις φωνές που ξεσκεπάζουν τις συγκαλυμμένες απάτες, τους επαναστάτες που αντικρίζουν κατάματα τις οδυνηρές σκιές.
Και τελικά το σπίτι μας δεν χτίζεται απαραιτήτως με δεσμούς αίματος μα με θεμέλια καρδιάς. Σπίτι μας νοείται κάθε ψυχή που μας ενέπνευσε, οποιοσδήποτε δρόμος μας οδήγησε στο κέντρο της ύπαρξής μας μα κυρίως το περίφημο μαύρο πρόβατο που αγάπησε το μαύρο του πείθοντάς μας πως αποτελεί ιερό καθήκον των θαραλλεών ν’ αγκαλιάσουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους για ό,τι ακριβώς είναι.
Κατερίνα Τσιτούρα