Διαφημιση

header

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

o-toixos-kai-to-kleidi

Περπατούσα τακτικά μέσα στον κήπο της Εδέμ που έφτιαξα για τον εαυτό μου. 
Περιδιάβαινα τα δάση και τις βουνοκορφές του απολαμβάνοντας την τελειότητα. Εβλεπα τις βαθιές χαράδρες που κατέβαιναν κάθετα μέχρι τη θάλασσα. Μπορούσες να σταθείς εκεί ψηλά και να νιώσεις το μεγαλείο του. Τον κόσμο μου τον είχα περπατήσει βήμα βήμα και ήξερα την κάθε γωνιά.

Ηξερα πότε θα ανθίσει το κάθε δέντρο, σε ποιο λουλούδι  θα σταματήσει η κάθε μέλισσα. Λειτουργούσε από μόνος του αλλά και  με την δική μου υποβοήθηση όποτε χρειαζόταν. 
Κάπου κάπου πήγαινα από την μια άκρη ως την άλλη για να μετρήσω το άπλωμα του και πάντα τον έβρισκα ίδιο κι απαράλλαχτο, γιατί πίσω από τις τελευταίες φυλλωσιές υπήρχε ένας πανύψηλος τοίχος. 

Έμοιαζε τόσο περιοριστικό να ξέρω οτι ο κόσμος μου είχε όριο αλλά έλεγα οτι έτσι θα ναι και γυρνούσα στο κέντρο του και φανταζόμουν οτι ζούσα σε έναν κόσμο χωρίς όριο. 
Κοιμόμουν και κοιτούσα τα αστέρια και έλεγα οτι τουλάχιστον είναι ατέλειωτος εκεί ψηλά, αφού προς τα πάνω όριο δεν υπήρχε ... γιατί απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Μα όμως εκεί, ψηλά στα αστέρια, εγώ δεν μπορούσα να πάω. Μπορούσα μόνο να ονειρεύομαι οτι πάω. Μάλλον χωρίς όριο ήταν μόνο τα όνειρα μου. Ο κήπος μου είχε όρια, τα όνειρα μου όχι. Έτσι άρχισα να αποφεύγω να φτάνω στην άκρη του για να προσποιούμαι οτι ο τοίχος δεν ήταν αλήθεια εκεί. Αλλά πάλι αφού το ήξερα, δεν μπορούσα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου για πάντα. 

Τόλμησα να εκφραστώ δυνατά μια μέρα, λέγοντας «Γιατί ο δικός μου κόσμος να έχει όρια»; αλλά κανείς δεν υπήρχε για να μου απαντήσει. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με αυτήν την απορία. Χρόνια πολλά συνέχιζε η απορία αυτή να στοιχειώνει το μυαλό μου. Πάντα κατέληγα να ταξιδεύω μέσα στο όνειρο, στον ουρανό που απλωνόταν από πάνω μου. 

Ώσπου μια μέρα είπα ... με δυνατή και σίγουρη φωνή...
Θα 'θελα ο κόσμος μου να περιστραφεί 90 μοίρες και να γυρίσει πλάγια, ώστε το απέραντο του ουρανού να γίνει από ύψος .... μήκος,έτσι ώστε να μπορώ να το περπατήσω. 
Ταράχτηκε συθέμελα ο κόσμος μου ... και άρχισε να γυρνάει στο πλάι μέσα σε μια στιγμή. Οι πέτρες κατρακυλούσαν, τα ποτάμια χύνονταν πια στο κενό. Πιάστηκα από ένα δέντρο και κρεμάστηκα με τα δυο μου χέρια,περιμένοντας την ώρα που θα λύνονταν από την εξάντληση και θα έπεφτα στο κενό.
Μετρούσα λεπτά και γλιστρούσα.

Τότε είπα...  αφού μπορώ να πραγματοποιήσω οτι σκέφτομαι θα διατάξω τον κόσμο μου να με σώσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και φώναξα.

Σκέψη μου .. εσύ , που τον υλοποίησες ... χωρίς να μου πεις πως να τον χρησιμοποιήσω ...σκέψου πως όλα είναι δυνατά και κάνε τα όλα όπως ήταν πριν !!!

Όλα πάγωσαν!
Ο κόσμος άρχισε να ισιώνει και να επανέρχεται στην αρχική του θέση και όλα ήταν όπως πριν...
Οι πέτρες που είχαν κατρακυλήσει είχαν ρίξει τον τοίχο. Φαινόταν καθαρά από μακριά οτι σε κάποιο σημείο ο τοίχος είχε γκρεμιστεί. Έτρεξα εκεί να δω τι υπήρχε από πίσω.

Ενας άλλος κόσμος ξεκινούσε στο τέλος του δικού μου. Στην άκρη του γκρεμισμένου τοίχου ακουγόταν μια φωνή. Τόσο γνωστή και τόσο άγνωστη. 
Η φωνή έλεγε «έλα να σου δείξω» ! 
Πλησίασα και προσπάθησα να καταλάβω από που ερχόταν.
Κάθε λίγο και λιγάκι η φωνή ακουγόταν μακρύτερα και εγώ ακολουθούσα τον ήχο που έλεγε "Ελα να σου δείξω"
Έτσι λίγο λίγο με ανέβασε ψηλά σε κάτι βράχους με έναν γκρεμό που έκοβε τη γη σαν μαχαίρι και από κάτω έβλεπες τη θάλασσα.

Τότε η φωνή είπε «Κοίτα τον κόσμο μου!!!» Γκρέμισα τα τείχη για να απλώσω τον δικό σου κόσμο μέσα στον δικό μου. Δεν σου κάνω δώρο ... είναι η τήρηση μιας ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ. Μιας υπόσχεσης που δόθηκε πολύ πολύ  παλιά ... 
Δεν σου χαρίζω έναν νέο κόσμο αλλά σου προσφέρω την δυνατότητα να μπαίνεις ελεύθερα μέσα στον δικό μου όποτε το θες και να γεύεσαι ότι επιθυμείς.

Μόνο έναν όρο βάζω «Να μην τον περιφράξεις» Οι άνθρωποι βάζουν περίφραξη στα ωραία πράγματα από φόβο μην τα χάσουν. Εσύ μην το κάνεις, είναι ο μόνος όρος.

Ο κόσμος αυτός που βλέπεις θα είναι δικός μου και δικός σου ... χωρίς όρια αλλά και χωρίς περίφραξη. Αν θα είσαι ευτυχισμένος τώρα που έχεις έναν μεγαλύτερο κόσμο θα είμαι κι εγώ. 

Σάστισα ... που ήξερε η φωνή τι ευχόμουν μέσα μου όλο αυτό το διάστημα. Η φωνή μετά από όλα αυτά σίγησε. Δεν ακουγόταν πια καθόλου. 

«Φώναξα.... που είσαι; Γιατί δεν ακούγεσαι  πια; Θέλω να σε δω».
Απάντησε και αντήχησαν τα δικά της βουνά ... 
«Δεν είμαι εδώ» «Αν θέλεις να με δεις πρέπει να βρεις το κάστρο που είναι κλεισμένη η καρδιά μου και να με ελευθερώσεις» «Τότε θα αποκτήσεις το δικαίωμα να με βλέπεις» 

Το κάστρο κάτι μου θύμισε ... είχα ξαναπάει εκεί... μικρό παιδί. Από που όμως το θυμόμουν; Ομίχλη στη μνήμη μου και κάλυπτε τα πάντα. Απόκοσμες εικόνες που ερχόντουσαν κι έφευγαν χωρίς να μπορώ να βγάλω κάποιο νόημα.

«Το κάστρο που βρίσκεται;» ρώτησα
«Ακουμπά στην καρδιά σου» αποκρίθηκε
«Και πως θα ανοίξω την πύλη του;» ρώτησα
«Με το κλειδί που έχεις πάνω σου» μου απάντησε

Είχε δίκιο φορούσα μια αλυσίδα που κρεμόταν ένα κλειδί.Δεν το είχα καταλάβει.Το κλειδί κρεμόταν στο ύψος της καρδιάς. Δεν ήταν του δικού μου κόσμου, αφού ο δικός μου, πόρτες δεν είχε παρά μόνο τοίχους. Ήταν του κάστρου... Εγώ είχα πάντα λοιπόν το κλειδί του κόσμου αυτού, τον οποίον αγνοούσα. Πως είναι δυνατόν;

Ηταν ένα κλειδί από ορείχαλκο.Το γύρισα από την άλλη μεριά που ακουμπούσε πάνω μου και είχε ένα σκάλισμα το οποίο έδειχνε το σχήμα ενός βουνού χωρίς κορυφή.Απέναντι μου ακριβώς υπήρχε ένα τέτοιο βουνό.Θα ήταν περίπου 2 ώρες με γοργό βηματισμό.

Έτρεξα και βρήκα το κάστρο από την πίσω μεριά του βουνού, το οποίο είχε μια και μοναδική κλειδαριά. Ξεκλείδωσα την βαριά κλειδαριά και βγήκε  έξω μια αέρινη οπτασία  σαν φως ... Το χαρμόσυνο ψιθυριστό τραγούδι της ακουγόταν παντού. Σε ένα σημείο λίγο μακρύτερα εμφανίστηκε μια ιριδίζουσα λάμψη η οποία άρχισε να φωτίζεται ώσπου υλοποιήθηκε μπροστά μου μια γυναίκα. Φορούσε ένα εκθαμβωτικό κόκκινο φόρεμα που κρεμόταν μέχρι κάτω και τα μαλλιά της λευκά  και μακριά έως τους ώμους.

o-toixos-kai-to-kleidi-2

"ΤΗΡΗΣΕΣ ΤΗΝ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΟΥ" μου είπε, κι ενώ τα έλεγε αυτά άρχισε να αλλάζει το πρόσωπο της. Η μορφή της έγινε σαν μιας άλλης, που μου φαινόταν τόσο γνωστή χωρίς όμως να μπορώ να ανακαλέσω από τη μνήμη μου το από που. Άλλαξε το πρόσωπο της, άλλαξαν τα μαλλιά της κι έγιναν σκουρότερα. Η καρδιά μου την ήξερε, το μυαλό μου όμως δεν είχε καμιά καταγεγραμμένη μνήμη για να στηριχτεί και να την αναγνωρίσει.

Σαστισμένος της είπα «ΤΩΡΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ!» 
Τα μάτια της  λαμπερά χαμογέλασαν. «Τώρα κι εγώ ΣΕ ΒΛΕΠΩ!»  απάντησε 

Συνέχισε λέγοντας μου «Σε ευχαριστώ για την επιμονή σου να γκρεμίσεις τα τείχη ... γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να εκπληρωθεί το πεπρωμένο» 
«Ησουν βυθισμένος στην λήθη, αποκομμένος στον κόσμο σου ... με το κλειδί που εγώ χρειαζόμουν»  «Ησουν η μοναδική μου ελπίδα γιατί εσύ είχες το κλειδί» 
«Εγώ είχα τη φωνή που μπορούσε να σπάσει τον τοίχο, αλλά έπρεπε να το ζητήσεις.  Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα αν δεν το ζητούσες.» «Σκεφτόσουν πολλές φορές να ρίξεις τα όρια του κόσμου σου και κάθε φορά δυνάμωνες τη σκέψη σου. Ήμουν σίγουρη οτι θα ερχόταν η ώρα που θα έλεγχες τη δημιουργία σου. Όταν κατάφερες να περιστρέψεις τον κόσμο σου, και ζήτησες βοήθεια, μου έδωσες τη δύναμη να δράσω»

Τότε ακούγοντας την , κατάλαβα ότι μόνο αυτή μπορούσε να έχει ρίξει  τον τοίχο μου ... και μόνο εγώ μπορούσα να ανοίξω την πόρτα του κάστρου της.  Ποια  σοφία μπορεί να έφτιαξε αυτόν τον γρίφο; Πόσο δίκιο είχα που δεν συμβιβάστηκα με το μυαλό μου, που μου έλεγε οτι έτσι είναι τα πράγματα και οτι πρέπει να αρκεστώ σε ότι μου χαρίστηκε.
Όχι δεν ήμουν ικανοποιημένος. Ποτέ πριν ... 

Τώρα είμαι ευτυχισμένος !
Εξαφανίστηκαν τα όρια, μεγάλωσε ο κόσμος μου. Δεν βλέπω τη στιγμή να ξεκινήσω και να ανακαλύψω αν τελειώνει πουθενά. Μόνο με τη σκέψη αυτή με διαπερνά ρίγος ευτυχίας. Όταν νιώσεις αυτή την πληρότητα ... τα ερωτήματα τελειώνουν. Δεν ρωτάς πια γιατί αυτό που νιώθεις δεν αποδίδεται με λόγο. Αποδίδεται με αίσθηση... Μια αίσθηση που αν την γευτείς δεν θέλεις να την ξαναφήσεις. 

Πλούτος! Άλλος πλούτος όμως, ψυχικός.  Συνήθως οι άνθρωποι μόλις βρουν τον πλούτο αγχώνονται να τον περικλείσουν... να τον προστατεύσουν. Δεν μου τη γέννησε, αυτή την ανάγκη όμως, ο πλούτος του νέου κόσμου. Γιατί να προστατεύσεις άλλωστε, κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να σου πάρει. Ποιος μπορεί να μου πάρει την αίσθηση; Κανείς. 

Είμαι πλουσιότερος τώρα ! Τόσο πλούσιος και ελεύθερος! Αφού έκανα αυτές τις σκέψεις, γύρισα ξανά στη νεοφερμένη... 

- «Θα μείνεις;» ρώτησα τη γυναίκα
- «Ημουν πάντα εδώ» μου απάντησε
- «Ναι αλλά δεν μου απάντησες για το αν θα μείνεις;» επέμεινα
- «Δεν μπορείς να φύγεις από κάπου που δεν ήρθες» απάντησε και συνέχισε λέγοντας μου … «απ’όσο βλέπω, μάλλον εσύ θα φύγεις»
- «Εγώ να φύγω τώρα που έπεσαν τα σύνορα και που βρήκα συντροφιά; … αυτό αποκλείεται»
- Εκείνη μου απάντησε … με σταθερή φωνή … «Σήμερα κατάφερες να ορίσεις τον κόσμο σου, εδώ πάνω … πήγαινε κάτω και κάνε το ίδιο, όπως ακριβώς το έκανες κι εδώ. Ψάξε με και εκεί κάτω να με βρεις, γιατί θα βρίσκομαι κι εκεί επίσης».
- «Κάτω; Που κάτω; Που αλλού είσαι; Γιατί να σε ψάξω αφού είσαι μπροστά μου»;

Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε. Όλα χάθηκαν από μπροστά μου. Ένιωσα ακαριαία να πέφτω. Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή. Τι είχε συμβεί;

Είχα ρίξει με το χέρι μου ένα βιβλίο από το κομοδίνο, και η τηλεόραση έπαιζε ακόμα. Η κουρτίνα χόρευε στο ανοιχτό παράθυρο. Εγώ κρύωνα. Με είχε πάρει ο ύπνος. Όνειρο ήταν; Είναι δυνατόν όλο αυτό να είναι όνειρο; Τα χρόνια που είχα περάσει μέσα στην ανία και τη μοναξιά μου, ήταν μόνο λίγα λεπτά της ώρας;  Ο τοίχος, όλες αυτές οι σκέψεις, οι νύχτες κάτω από τα αστέρια, ήταν όλα φανταστικά;

Τελικά ποιο είναι το όνειρο, εκείνο ή αυτό που βλέπω τώρα; Ποιος είναι ο αληθινός κόσμος; Κι εγώ τελικά που είμαι; εκεί πάνω ή εδώ κάτω … ή και στα δύο;

Ψάξε με κάτω μου είπε γιατί είμαι και εκεί κάτω… Αν λοιπόν κι οι δύο, είμαστε και κάτω … τότε εκεί πάνω, ποιοι συμφώνησαν όλα αυτά;

Σηκώθηκα για λίγο και βγήκα στη βεράντα και κοίταξα τον ουρανό. Ίδιος και απαράλλαχτος όπως στο όνειρο μου. Αχανής και φωτεινός. Ο τοίχος όμως εδώ δεν υπάρχει.

Άφησα τις σκέψεις αυτές μετέωρες και είπα να γυρίσω και  να συνεχίσω τον ύπνο μου γιατί το πρωί δεν θα μπορούσα να συνέλθω. Ήταν ήδη τέσσερις το πρωί. Έσκυψα να πιάσω το βιβλίο που είχα ρίξει κάτω, και έπεσε το μάτι μου σε μια πρόταση στο οπισθόφυλλο, εκεί που γράφει ένα σημείωμα ο συγγραφέας.

«Οι σημαντικές συναντήσεις υλοποιούνται από τις ψυχές πολύ πριν συναντηθούν τα σώματα» 

Κόλλησα εκεί ! Το κοιτούσα για ώρα  και το έβαλα πάλι στο κομοδίνο. Ζήτησα απαντήσεις και αυτές μου δόθηκαν. Έτσι απλά ... Ρώτησα τη γυναίκα που θα πάω και το βιβλίο έπεσε, ξυπνώντας με και δείχνοντας μου βιωματικά που θα πήγαινα. Έσκυψα να το πιάσω και μου απάντησε και το δεύτερο ερώτημα για το ποιοι μπορεί να ήμασταν εκεί πάνω. 

Ο τοίχος τελικά μάλλον ήμουν εγώ και η τυφλή εμπιστοσύνη μου στη νόηση. Ένιωσα τόσο ανόητος. Θυμήθηκα κάποιον  φίλο μου στο παρελθόν που έλεγε, τα πιο δύσκολα πράγματα είναι τα απλά και μέσα από την παρατήρηση των απλών πραγμάτων θα κατανοήσεις τα πιο δύσκολα. Μάλλον θα πρέπει να αφήνω την καρδιά να ρωτάει και να αντιλαμβάνεται, όπως έκανα και εκεί πάνω.

Τράβηξα το πάπλωμα πάνω μου και έσβησα το φως γιατί καλή η φιλοσοφία αλλά το πρωί ποιος πάει για δουλειά.



Vassilios Canellos | Blog Author

Ο Vassilios Canellos γράφει κυρίως για τον εαυτό του και κατόπιν για όποιον άλλον θέλει να κοιτάξει μέσα από την αποτυπωμένη οπτική του. Αλλωστε, επιρροές δεχόμαστε κι επιρροές γινόμαστε. Αχρονη σκέψη προσκολλημένη στο χαρτί. Νοηματική σκυτάλη για αυτόν που θα λάβει τον σπινθήρα και θα προχωρήσει ένα σκαλοπάτι μακρύτερα. Τότε το άχρονο μεταβάλλεται σε διαχρονικό, μέσα από τη συλλογική συνδρομή 
vassilios.canellos@outlook.com 

Post a Comment